- ὑποληρούσης
- ὑποληρέωto be slightly imbecilepres part act fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποληρώ — έω, Α 1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε κάπως ταραγμένη διανοητική κατάσταση, είμαι ὑπόληρος* 2. (για θεωρία, σκέψη, έκφραση) είμαι κάπως παράλογος ή ανόητος («ὑποληρούσης ἤδη τι αὐτοῑς τῆς γνώμης», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ληρῶ «παραληρώ,… … Dictionary of Greek